Χρήστος Μιάμης

Βρισκόμαστε σε ένα σημείο ορόσημο για την πορεία που θα ακολουθήσει το παγκόσμιο κοινωνικό σύστημα την επόμενη περίοδο. Είναι σαφές πως οι «θεωρίες περί τέλους της ιστορίας» , περί αμετάκλητης  εγκαθίδρυσης,  χωρίς κοινωνικό και πολιτικό, αλλά και ιδεολογικό και πολιτισμικό αντίλογο ενός παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος που θα εξασφάλιζε  την ευημερία στην πλειοψηφία των κοινωνιών, έχουν οικτρά διαψευσθεί  από μια καπιταλιστική κρίση που αναιρεί κάθε προηγούμενο  κεκτημένο σε κάθε πεδίο της κοινωνικής σφαίρας. Μια διάψευση που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το υλικό που ενδέχεται να προκαλέσει μια αναγκαία κοινωνική εξέλιξη που θα προκύψει ως άρνηση του κοινωνικού μοντέλου που την γέννησε, και ως κατάφαση σε μια νέα κοινωνική δυναμική που θα αποπειραθεί να αποτελέσει την απάντηση στο ιστορικό ερώτημα που αφορά στους τρόπους, στις μεθόδους και στους δρόμους επίτευξης ή έστω προσέγγισης μιας καθολικής κοινωνικής  ελευθερίας, όχι ως πέρας αλλά ως αφετηρία της ανθρώπινης ιστορίας.

Ταυτόχρονα, διενεργείται με γοργούς ρυθμούς και το εκκωφαντικό τέλος, ενός μεταμοντέρνου ρεύματος που στην φιλοσοφία, στην πολιτική, γενικότερα στις κοινωνικές επιστήμες και στις επιστήμες του ανθρώπου, προσπάθησε με έκδηλη ενάργεια να σημάνει το τέλος των καθολικών αφηγήσεων, των μεγάλων αναζητήσεων , των συνολικών απαντήσεων. Αυτή η αποτυχία έγκειται ακριβώς στην ουσία του καπιταλιστικού συστήματος κυριαρχίας που αποτελεί ένα ολιστικό πολιτικό και οικονομικό πεδίο, του οποίου το ξεπέρασμα ή έστω η απόπειρα αναμέτρησης μαζί του, απαιτεί ανάλογα συνολικές, ανάλογα καθολικές απαντήσεις. Είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ και σε αυτό βοηθά καθοριστικά, η ένταση και το βάθος της καπιταλιστικής κρίσης, ότι είτε θα υπάρξει μια διαμετρικά ανταγωνιστική κοινωνική, οικονομική και  πολιτισμική απάντηση απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική και οικονομική εξουσία είτε αυτή θα ανανεώσει τους όρους της ηγεμονίας της, συγκροτώντας ένα νέο πεδίο οικονομική και κοινωνικής εκμετάλλευσης.

Σε αυτό το πλαίσιο και σε ένα τοπίο παγκόσμιας διάψευσης της καπιταλιστικής ευδαιμονίας, οι αδύναμοι κρίκοι είναι αυτοί που φέρουν καταρχήν το βάρος της απόδειξης της αποτυχίας ή της επικείμενης αποτυχίας  μιας κοινωνικής και πολιτικής αφήγησης που κλονίζεται, παρασύροντας την κοινωνική πλειοψηφία σε απόγνωση και συνεπακόλουθη αδυναμία στήριξης της πρότερης κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Παράδειγμα αδύναμου κρίκου στο διεθνικό καπιταλιστικό πλέγμα, αποτελεί η ελληνική αστική δημοκρατία, το ελληνικό μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης στο οποίο προβάλλονται, άλλοτε εκκωφαντικά και άλλοτε αδρά, οι εγγενείς αδυναμίες του αστικού-καπιταλιστικού  υποδείγματος. Απαρχή και σημείο αναφοράς που κατέδειξε τις αδυναμίες του μοντέλου της ελληνικής αστικής δημοκρατίας να απορροφήσει τους πρώτους κραδασμούς της καπιταλιστικής κρίσης, αποτέλεσε η εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘08, ως η πρώτη εξέγερση μιας νέας εποχής αμφισβήτησης του υφιστάμενου κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Η εξέγερση του Δεκέμβρη έφερε στο εσωτερικό της τις αντιφάσεις μια κοινωνίας που μόλις κατανοούσε την αδυναμία της να ανταπεξέλθει στις δρομολογούμενες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες, και με αφορμή την στυγνή δολοφονία ενός εφήβου από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής  απαίτησε με οργή και απόγνωση, με άναρχη βία και κυρίως εκτός του πολιτικού συστήματος  των πολιτικών κομμάτων και των υφιστάμενων πολιτικών και συνδικαλιστικών θεσμών να εισέλθει στον χάρτη της πολιτικής. Αποτέλεσε μορφή ενός νέου κοινωνικού κινήματος αφού είχε στο πυρήνα της την παραγωγή πολιτικής από τη κοινωνική πλειοψηφία για την κοινωνική πλειοψηφία. Όπως το εκφράζει γλαφυρά, ο C.Tilly «τα κοινωνικά κινήματα διεκδικούν τη λαϊκή κυριαρχία». [1]

Η καπιταλιστική κρίση λοιπόν που η εξέγερση του Δεκέμβρη, αποτέλεσε τον κοινωνικό προάγγελο της, δημιούργησε το αντικειμενικό κοινωνικό πλαίσιο, εκείνο  το αναγκαίο κοινωνικό πεδίο για να μπορέσει να υπάρξει μια συνολική αμφισβήτηση του καπιταλιστικού status quo, για να καταστεί δυνατή η δρομολόγηση μιας καθολικά διαφορετικής κοινωνικής προοπτικής. Είναι αληθές ότι με το ξέσπασμα της κρίσης μια σειρά από κινηματικά γεγονότα έλαβαν χώρα, υπήρξε μια έντονη ανάπτυξη του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, και μια προσπάθεια άμεσης απάντησης απέναντι στην καπιταλιστική επέλαση άρχισε πρωτόλεια να μορφοποιείται. Τα πρώτα αυτά κινηματικά «σκιρτήματα» οι πρώτες κοινωνικές εκρήξεις, επανέφεραν μνήμες του Δεκέμβρη. Μνήμες που υπέβοσκαν στο συλλογικό κινηματικό υποσυνείδητο, και οι οποίες άσκησαν μεγάλη επίδραση σε πολλές κινηματικές προσπάθειες που πραγματοποιήθηκαν στο μεσοδιάστημα από την εξέγερση του Δεκέμβρη μέχρι και την έλευση της κρίσης. Αυτό το γεγονός, δημιούργησε κινηματικές προσδοκίες, ότι θα καταστεί εφικτό η ελληνική κοινωνία να πιάσει το νήμα της εξέγερσης και να ολοκληρώσει την αφήγηση που το 2008 ξεκίνησε, αφήνοντας λευκές σελίδες, σε ότι αφορά στην άρθρωση μιας πρότασης ξεπεράσματος της κατεστημένης πολιτικής και οικονομικής τάξης.

Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό , καθώς ο ρους της ιστορίας έστρεψε τις κοινωνικές αντιδράσεις σε ατραπούς που μάλλον βάθυναν πάρα διασάλευσαν τους όρους ηγεμονίας του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού συστήματος.

Β. Οι μικροαστοί «αγανακτούν»

Ο συνήθης «ορθόδοξος» , political correct, από αντισυστημική άποψη, διαχωρισμός αφορά στην ύπαρξη οργανωμένου ή μη οργανωμένου εργατικού κινήματος ή κινήματος γενικά. Ο εν λόγω διαχωρισμός, αποτελεί ιστορική θέση και θεώρηση, , που αντιλαμβάνεται τους όρους και τους δρόμους πραγμάτωσης  του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος διαμεσολαβημένους από μια τεχνητή διαδικασία  εξωτερικής πολιτικής καθοδήγησης που μεταφυσικό τρόπο, - -κατ΄ αυτή- την αντίληψη, είναι δυνατόν να οδηγήσει στην δημιουργία και εμφάνιση ενός συνολικά αντισυστημικού και νικηφόρου κοινωνικού κινήματος.

Αυτή η αντίθεση- φενάκη, έρχεται να αποκρύψει κι ενίοτε να καλύψει στο πολιτικό και ιδεολογικό έρεβος, την βασική αντίθεση που διατρέχει ένα κοινωνικό κίνημα, κάθε κοινωνικό κίνημα, και η οποία αφορά στον αν ένα κοινωνικό κίνημα στέκεται σε περιεχόμενο και μορφές εκφοράς  αυτού του περιεχομένου, συνολικά αντιπαραθετικά προς την καθεστηκυία τάξη ή αντίθετα επιδιώκει την βελτίωση, την αλλαγή , την λείανση των πιο αιχμηρών, των πιο κραυγαλέων πλευρών αυτής.  Αυτή είναι η κυρίαρχη θεωρητική, πολιτική, κοινωνική αντίφαση πάνω στην οποία ακροβολίζονται τα κοινωνικά κινήματα και η οποία καθορίζει αν τάσσονται με την ομαλή μεταρρυθμιστική αλλαγή των υφιστάμενων κοινωνικών και οικονομικών όρων ή επιδιώκουν την συνολική ανατροπή τους.

Ο βαθμός οργάνωσης του κινήματος, τα μέσα που αξιοποιεί για την γνωστοποίηση των αιτημάτων του, ο λόγος που εκφέρει, ό τρόπος και οι μορφές εκφοράς αυτού του λόγου, είναι γέννημα, απόρροια και απότοκο της αρχικής επιλογής του στην κυρίαρχη αντίθεση. Συνεπώς ένα κίνημα, ένα κινηματικός γεγονός, μια κοινωνική εξέγερση  είναι ανάγκη να κρίνεται από αυτή την σκοπιά και κυρίως από την προοπτική που δύναται να προσδώσει στην κοινωνικοποίηση του μηνύματος που εκφέρει. Το πιο πιθανό είναι τα κινηματικά μέσα με το κινηματικό περιεχόμενο να μην συνάδουν, να μην βρίσκονται σε απόλυτη ευθυγράμμιση – κάτι τέτοιο άλλωστε θα ήταν αδύνατο-  ωστόσο το τελικό απόσταγμα το τελικό διαλεκτικό αποκρυστάλλωμα σκοπών και μέσων είναι αυτό που καθιστά ένα κοινωνικό κίνημα ενσωματωμένο - μεταρρυθμιστικό ή ρηξικέλευθο - ανατρεπτικό.

Με βάση αυτό το θεωρητικό πλαίσιο η συγκριτική ανάλυση μεταξύ της εξέγερσης του Δεκέμβρη και του κινηματικού γεγονότος των αγανακτισμένων, αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ειδικά καθώς δεν είναι με γυμνό μάτι κατανοητή, η όποια σύνδεση και δικαίως. Από την μια πρόκειται για μια εξέγερση εξαιρετικά βίαιη, καθοριστικά νεολαιίστικη, πραγματοποιηθείσα σε «νεκρό χρόνο» και από την άλλη πρόκειται για ένα κινηματικό γεγονός που προέκυψε ως απόρροια του ξεσπάσματος της καπιταλιστικής κρίσης , χωρίς ποτέ να υιοθετήσει βίαιες μορφές εκφράζοντας έναν ασυνάρτητο μεταμοντέρνο πολιτικό λόγο , εν πολλοίς ανερμάτιστο.

Καταρχήν η εκτίμηση ότι αυτές οι δύο κινηματικές εκφορές συνδέονται, αποτελεί, συνέπεια της θεωρητικής παραδοχής ότι τομή γενικά και σε κινηματικό επίπεδο, δεν προκύπτει αυτοφυώς αλλά ως ιστορική συνέχεια προηγηθέντων πρόσφατων ή παλαιότερων πολιτικών ή κινηματικών γεγονότων   που επέδρασαν καθοριστικά στους τρόπους άρθρωσης κοινωνικών και πολιτικών προταγμάτων. Από αυτή την σκοπιά το κινηματικό συμβάν των «αγανακτισμένων» αποτέλεσε τομή ως άρνηση του πολιτικού περιεχομένου και του πολιτικού προτάγματος του Δεκέμβρη και συνέχεια σε ότι αφορά στην αξιοποίηση κάποιων μορφών (λαϊκές συνελεύσεις) που η εξέγερση του Δεκέμβρη έφερε στο κινηματικό προσκήνιο.  Φυσικά οι συνάξεις των «αγανακτισμένων» αποτέλεσαν τομή και σε άλλα ζητήματα που θα τα εξετάσουμε αμέσως παρακάτω. Αλλά ας σταθούμε λίγο ακόμη στην φυσιογνωμία του Δεκέμβρη.

Οι συλλογικές μορφές δράσης του Δεκέμβρη του ’08 δεν αποτελούν παρά το διαλεκτικό απόσταγμα της ανάγκης να υπάρξει μια διαφορετική πρόταση απέναντι στην κυρίαρχη, και της εμφάνισης αυτής της ανάγκης με υλικούς όρους κοινωνικού κινήματος. Τέτοιου είδους πολιτικές εκφράσεις, δηλαδή η εμφάνιση νέων κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων, και των αντιθεσμών που αυτά δημιουργούν, έχουν ένα κοινό σημείο, μια ομοιότητα που αφορά στην ιστορική συνάντηση των αντικειμενικών συνθηκών που δημιουργεί μια κρίση οικονομικής και πολιτικής αποσάθρωσης του κοινωνικού ιστού και της ύπαρξης του υποκειμενικού παράγοντα ή μάλλον της ετοιμότητας του υποκειμενικού παράγοντα , δηλαδή ενός κοινωνικοπολιτικού ρεύματος ικανού να μετατρέψει την  αμφισβήτηση από άρθρωση επιμέρους, πολυδιασπασμένων κοινωνικών συμφερόντων σε πολιτικά οργανωμένη και κοινωνικά πλειοψηφική πρόταση υπέρβασης του υπό αμφισβήτηση πολιτικού συστήματος.

Οδηγεί πάντα ένα έστω εκρηκτικό μείγμα αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών όπως συμβαίνει στην ελληνική περίπτωση, σε μια φυγή στο μέλλον σε μια θετική υπέρβαση της υφιστάμενης κατάστασης ;  Όχι απαραίτητα. Τα ιστορικά παραδείγματα ακόμη και από την ελληνική πολιτική ιστορία είναι πολλά. Η άνοδος του λαϊκού κινήματος στην δεκαετία του ‘60 δεν οδήγησε στην πολιτική έκφραση των αιτημάτων που το λαϊκό κίνημα εξέφραζε, αλλά σε επιβολή επταετούς δικτατορίας. Όπως  ο Μάης του ‘68 οδήγησε στην πολιτική ενδυνάμωση του Ντε Γκολ λίγους μήνες μετά από την εξέγερση της νεολαίας που είχε στο κέντρο της την αμφισβήτηση θεμέλιων λίθων του αστικού πολιτικού συστήματος, που αδιαφιλονίκητο σύμβολο του υπήρξε ο Ντε Γκολ. Είναι σχετικά σπάνιο να συναντηθεί με επιτυχία η ανάγκη για κοινωνική και πολιτική αλλαγή με την τελική υλική πραγμάτωσή της. Για αυτό ακριβώς η αξία των κοινωνικών και πολιτικών αντιθεσμών έγκειται στην έγκαιρη αυτοκαταστροφή τους, ή αρτιότερα, στην έγκαιρη μετουσίωση τους από κοινωνικό κίνημα και κοινωνική δράση μονοδιάστατης άρνησης σε κοινωνική δράση προοπτικής, ηγεμονικής έκφρασης με όρους πολιτικής εξουσίας της επιζητούμενης κοινωνικής αλλαγής, της επιδιωκόμενης κοινωνικής ανατροπής.

Υπάρχει ένα σημείο ισορροπίας, ένα σημείο ορόσημο με όρους ιστορικού πολιτικού χρόνου, που αν χαθεί τότε οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που κυοφόρησαν το νέο, το ρηξικέλευθο, χάνουν την δυναμική τους, εγκολπώνονται οργανικά από την κυρίαρχη πολιτική και ιδεολογική αντίληψη που με την σειρά της ανακτά το χαμένο κοινωνικό και πολιτικό χώρο, επαναδομεί την πολιτική της πρωτοκαθεδρία και επιβάλλει τους όρους μιας νέας ηγεμονίας που ακριβώς επειδή προκύπτει ως απόρροια της ήττας των κοινωνικών και πολιτικών αντιθεσμών είναι πιο ολοκληρωτική από την πρότερη που απειλήθηκε από την κοινωνική αμφισβήτηση και το ενδεχόμενο της κοινωνικής ανατροπής της. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει ότι το πολιτικό και κοινωνικό χνάρι που άφησαν αυτές οι διεργασίες κατά την διάρκεια της αμφιταλαντευόμενης και αμφίσημης πολιτικής περιόδου εξαφανίζονται, αντιθέτως εγγράφονται στο κοινωνικό θυμικό, στο ιστορικό dna των κοινωνιών βρισκόμενες εν υπνώσει, κυοφορώντας τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας επόμενης αναμέτρησης

Σε αυτό ακριβώς το σημείο απέτυχε η εξέγερση του Δεκέμβρη,  καθώς δεν κατάφερε να μετουσιώσει αυτό το εκρηκτικό μείγμα άρνησης σε ένα ολιστικό καθολικό πρόταγμα υπέρβασης της αστικής καθεστηκυίας τάξης, οδηγούμενη σταδιακά στον μαρασμό μέχρι που η αυλαία έπεσε στο «θέατρο» της πλατείας συντάγματος. Η πλατεία συντάγματος, «οι αγανακτισμένοι» και η «άμεση δημοκρατία». «Το τρίγωνο των βερμούδων» στο οποίο χάθηκε το εξεγερτικό πρόταγμα του Δεκέμβρη.

Ο Δεκέμβρης αναμετρήθηκε με την πρόταση που εξέφρασαν οι «αγανακτισμένοι» και ηττήθηκε. Ηττήθηκε καθώς , το κινηματικό συμβάν των «αγανακτισμένων» βρίσκοντας έρεισμα στην πρότερη αδυναμία της εξέγερσης του Δεκέμβρη να εκφράσει ένα καταφατικό πολιτικό πρόταγμα, κάλυψε αυτό το κενό εδραζόμενο σε τρείς βασικούς πυλώνες :

1.      Στην μη αμφισβήτηση του όλου του καπιταλιστικού συστήματος αλλά του πολιτικού προσωπικού αυτού ως διεφθαρμένη απόρροια μιας λανθάνουσας εκδοχής του
2.      Στην εισδοχή του όρου της «άμεσης δημοκρατίας» ως «ανταγωνιστικής» εκδοχής δημοκρατίας απέναντι στην κυρίαρχη
3.      Στον εξοστρακισμό από τις «ανοικτές» διαδικασίες των πλατειών των πολιτικών και κομματικών συλλογικοτήτων, στον βωμό της αποφυγής της κομματικοποίησης, γεγονός που εξέθρεψε και την ύστερη άνοδο του φασιστικού φαινομένου.

Οι «αγανακτισμένοι» δημιούργησαν ένα κοινωνικό και πολιτικό πεδίο όπου  δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα συνολικής αναμέτρησης με την ουσία της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, αλλά αντίθετα επιδιώχθηκε η στοχευμένη επίθεση σε μορφές έκφρασης της αστικής πολιτικής διαχείρισης όπως αυτή εκφέρεται μέσα από τα πολιτικά κόμματα και το πολιτικό προσωπικό. Αν παρατηρήσει κάποιος με προσοχή τις αποφάσεις της συνέλευσης της πλατείας συντάγματος, η ουσία και το πνεύμα αυτών των αποφάσεων συγκροτείται γύρω από επιμέρους ζητήματα που άπτονται της καπιταλιστικής κρίσης, χωρίς ποτέ να υπάρξει προσπάθεια να στοχοποιηθούν οι πολιτικές και οικονομικές αιτίες αυτής της κρίσης, χωρίς ποτέ να γίνει έστω μια πρωτόλεια προσπάθεια να συνδεθεί η οικονομική με την πολιτική σφαίρα και να εξαχθεί ένα συνολικό συμπέρασμα για τα πυρηνικά στοιχεία λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν τέθηκε ποτέ δηλαδή ζήτημα αλλαγής , ανατροπής της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας αλλά βελτίωσης και αλλαγής του τρόπου διαχείρισης αυτής της εξουσίας.

Η περιβόητη «άμεση δημοκρατία» αποτελεί αποκρυστάλλωμα αυτής της επιλογής , καθώς αν και παρουσιάσθηκε ως το πλέον «ρηξικέλευθο» αίτημα των « αγανακτισμένων» στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο παρά,  πρωτόγονος κινηματισμός, που απέναντι στον καπιταλιστικό ολοκληρωτισμό, έψαχνε σανίδα ατομική και συλλογικής σωτηρίας στην «παρθένα, ακομμάτιστη, αδιαμεσολάβητη» έκφραση της κοινωνίας που κατανοήθηκε ως κάτι ενιαίο και αταξικό, που φυσιοκρατικά τείνει προς την απόλυτη ελευθερία. Στην πραγματικότητα η κοινωνία είναι βαθειά ταξική, δεν υφίσταται ενιαία κοινωνική έκφραση, δεν πρόκειται να υπάρξει κοινωνική αλλαγή αν δεν αλλάξει ρηξικέλευθα το περιεχόμενο και η μορφή της πολιτικής εξουσίας.

Η «άμεση δημοκρατία| αποτέλεσε ιστορικό ατόπημα, των «αγανακτισμένων», καθώς μεταφυσικά απέκοψε την οικονομία από την πολιτική, διασπώντας ακόμη περισσότερο την τελευταία σε δύο επιμέρους πλευρές, στην χρηστή και διεφθαρμένη διαχείριση αυτής.

Παράλληλα η εμμονή σε έναν ατομικό τρόπο έκφρασης πολιτικών επιδιώξεων, οδήγησε στην μεταφυσική δαιμονοποίηση κάθε κομματικής έκφρασης ως υπαίτιας για τα δεινά της οικονομικής κρίσης. Ο εξοβελισμός των πολιτικών συλλογικοτήτων από το πεδίο που συγκροτούσε η «άμεση δημοκρατία» εξέθρεψε τον φασισμό και τον ναζισμό ως έκφραση μιας θλιβερής ατομικότητας που επιλέγει να εκχωρήσει και να αναθέσει σε ένα δολοφονικό συφερτό ναζιστών την κάθαρση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος από την διαφθορά και να απαλλάξει την ελληνική κοινωνία από την «κλεπτοκρατία», όπως χαρακτηριστικά λεγόταν εκείνη την περίοδο. Γεγονός που αποδεικνύει πως η ηγεμονία ενός εθνικού πατριωτισμού, που κυοφόρησε τον φασισμό, ήταν από τα βασικά συστατικά της «άμεσης δημοκρατίας» που δεν πρότασσε την συνολική αλλαγή και ανατροπή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, αλλά την διατήρηση αυτής με την διενέργεια επιμέρους αλλαγών στους τρόπους και τις μορφές άσκησής της. Κυρίαρχα δηλαδή το κινηματικό συμβάν των «αγανακτισμένων» αναπολούσε μια πρότερη φάση καπιταλιστικής ευημερίας και ανάπτυξης και την αναβίωση του βίαια απολεσθέντος ατομικού μικροαστικού ονείρου.     

Γ. Συμπέρασμα

Η πολιτική και κινηματική περίοδος που «εγκαινιάζεται» με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 08 και «κλείνει» με το κινηματικό συμβάν των «αγανακτισμένων», καθορίζεται από την πλειάδα κινηματικών και πολιτικών γεγονότων, που πηγάζουν εκ του πολιτικού και κινηματικού προτάγματος που η εξέγερση του Δεκέμβρη, κόμισε στην ελληνική κοινωνία και το οποίο διαχύθηκε με διαφορετικούς τρόπους και μορφές στα κάθε λογής κινηματικά γεγονότα που προέκυψαν πυροδοτούμενα πρωταρχικά από την οξεία καπιταλιστική κρίση.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη αποτέλεσε ιστορική τομή και συνέχεια, για τον χαρακτήρα της ταξικής πάλης, καθώς ήταν απόρροια των κινηματικών εξάρσεων και υφέσεων, της πρότερης χρονικής περιόδου, αλλά και προάγγελος της νέας κινηματικής περιόδου που άνοιγε, με την έλευση της καπιταλιστικής κρίσης. Πατώντας τόσο σε ένα παρελθόν καπιταλιστικής ανάπτυξης που κυοφορούσε ένα μέλλον καπιταλιστικής κρίσης ο Δεκέμβρης λειτούργησε ως «μεσάζοντας» «διαπαιδαγωγώντας» πλειοψηφικά κομμάτια του εργατικού και νεολαιίστικού κινήματος σε μια συγκρουσιακή θεώρηση που αποτέλεσε πολύτιμο όπλο για τους κοινωνικούς αγώνες με το ξέσπασμα της κρίσης.

Το κινηματικό συμβάν των «αγανακτισμένων» σε  αντιδιαστολή προς τον χαρακτήρα του Δεκέμβρη, εξέφρασε μια κοινωνική θλίψη και μια κοινωνική παραίτηση, η οποία σχηματικά παρουσιάστηκε ως πρωτόλειο άθροισμα ατομικοτήτων και ατομικών επιδιώξεων, με κοινό τόπο την άρνηση της πολιτικής με ταξικό πρόσημο. Το φαινόμενο των «αγανακτισμένων» έφερε στο προσκήνιο σχεδόν αυτούσιες όλες τις παθογένειες μιας μικροαστικής μάζας, που εκκινούμενη εκ μιας αίολης απελπισίας, επεδίωξε να αντιπαρατεθεί με τις πολιτικές και οικονομικές μορφές έκφρασης της καπιταλιστικής κρίσης, αποφεύγοντας να αγγίξει την ουσία αυτής, που οργανικά συνδέεται με τον ταξικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.

Ενώ λοιπόν η εξέγερση του Δεκέμβρη, με μια «ιστορική βιασύνη» κατάφερε να «τσαλακώσει» το «ελληνικό όνειρο» αέναης οικονομικής ανάπτυξης, αποκαλύπτοντας των ωμό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, οι «αγανακτισμένοι» ως πρωτόγονη έκφανση μιας κοινωνικά και πολιτικά απαίδευτης μάζας, απογύμνωσαν την καπιταλιστική κρίση από τον ταξικό κοινωνικό και οικονομικό χαρακτήρα της, οδηγώντας μέσω της παταγώδους –αναμενόμενης- αποτυχίας τους, την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας στην ιδιώτευση και ένα μεγάλο κομμάτι της στον φασισμό, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ωμή , δολοφονική έκφραση ενός καπιταλισμού σε βαθειά κρίση.

Η εξέγερση του Δεκέμβρη λοιπόν έδωσε το έναυσμα για την έναρξη μιας κινηματικής περιόδου που παρείχε προσδοκίες και ελπίδα για μια συνολική αντισυστημική αλλαγή του κοινωνικού status quo, ενώ το κινηματικό συμβάν των «αγανακτισμένων» λειτούργησε ως το κύκνειο άσμα μιας ολόκληρης κινηματικής περιόδου, καθώς συντριπτικά ηγεμονεύθηκε από ένα συστημικό μικροαστισμό που όσο εντυπωσιακά εμφανίστηκε, τόσο εκκωφαντικά αποσύρθηκε, αδειάζοντας τις πλατείες αλλά αφήνοντας ανεξίτηλο το «χνάρι» της αποτυχίας έκφρασης μιας καθολικής άρνησης  των θεμελιωδών στοιχείων της αστικής πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Αν ο Δεκέμβρης δεν κατάφερε να μετουσιωθεί από συλλογική άρνηση σε καθολική κατάφαση, οι «αγανακτισμένοι» δεν κατάφεραν καν αρνηθούν, παρά μόνο να περιφέρουν την ατομική τους ήττα και θλίψη στις πλατείες.

Ωστόσο η εξέγερση του Δεκέμβρη, στην ιστορική συνάντησή της, με την μικροαστική αγανάκτηση, απορροφήθηκε και εξαϋλώθηκε από αυτή, καθώς δεν κατέστη δυνατό μέσα στα σπλάχνα της καπιταλιστικής κρίσης, να υπάρξει εκείνη η διαλεκτική συνέργεια αντικειμενικών πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, που θα βάθαινε και θα επέκτεινε το κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα του Δεκέμβρη, με αποτέλεσμα αυτό να απορροφηθεί από έναν εύληπτο, ανώδυνο για την κυρίαρχη εξουσία μικροαστικό ατομικισμό, που μετουσιώθηκε σε ιδιώτευση και φασισμό, γυρνώντας αρκετά πίσω το «ιστορικό ρολόι» της κινηματικής ταξικής πάλης.

Το ιστορικό ζητούμενο της άρνησης της  άρνησης παραμένει, ζητούμενο.          




[1] Charles Tilly, Κοινωνικά Κινήματα 1768-2004, σελ.343, εκδ: Σαββάλας Αθήνα 2007